νερωμένος

νερωμένος
η , ο
1) разбавленный водой; 2) подвыпивший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "νερωμένος" в других словарях:

  • νεροκοπημένος — νεροκοπημένος, η, ον (Μ) (για κρασί) αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + κοπῶ (< κόπος), πρβλ. ξυλο κοπημένος] …   Dictionary of Greek

  • νερώνω — [νερό] 1. (ιδίως σχετικά με κρασί ή γάλα) νοθεύω με νερό, αναμιγνύω, αραιώνω με νερό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νερωμένος, η, ο μισομεθυσμένος, ελαφρά ζαλισμένος …   Dictionary of Greek

  • υδαρής — ές / ὑδαρής, ές, ΝΜΑ [ὕδωρ, ατος] υδατώδης, ρευστός, νερουλός (α. «υδαρής ουσία» β. «καταμήνια ὑδαρέστερα», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για κρασί) αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος 2. (κυρίως για δαμάσκηνα) άνοστος 3. (για το χρώμα τής επιδερμίδας) ωχρός 4 …   Dictionary of Greek

  • υδατομιγής — ές, Ν αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + μιγής (< μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. ασβεστο μιγής] …   Dictionary of Greek

  • υδατώδης — ες / ὑδατώδης, ῶδες, ΝΜΑ 1. όμοιος με νερό, υδαρής, νερουλός 2. αυτός που αποτελείται από νερό, υγρός νεοελλ. 1. αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες βοτ. επιφανειακή απεκκριτική δομή τού φύλλου τών φυτών, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • νερώνομαι — νερώνομαι, νερώθηκα, νερωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νερώνω — νέρωσα, νερώθηκα, νερωμένος, βάζω νερό σε άλλο υγρό, νοθεύω κάτι προσθέτοντας νερό: Καταραμένε κάπελα και κλέφτη νταβερνιάρη, τι το νερώνεις το κρασί; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»